αρχαιογνωσία

αρχαιογνωσία
η
η γνώση της αρχαιότητας: Η αρχαιογνωσία βοηθά να γνωρίσουμε καλύτερα και το σημερινό κόσμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρχαιογνωσία — η η γνώση της αρχαιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + γνωσία < γνωτός < γιγνώσκω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη ως απόδοση του γερμ. Alterthumskunde] …   Dictionary of Greek

  • Michael Cosmopoulos — Michael Basil Cosmopoulos (Greek: Μιχαήλ Βασιλείου Κοσμόπουλος; born 1963). Professor of Archaeology and Chair of Greek Studies, University of Missouri St. Louis.[1] As of August 2001, Dr. Michael Cosmopoulos is the Hellenic Government Karakas… …   Wikipedia

  • αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… …   Dictionary of Greek

  • παυσανίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μακεδονίας (390 389 π.Χ.). Ήταν γιος του Λυγκηστού Αέροπου και εκθρονίστηκε από τον Αμύντα Γ’. 2. Γλύπτης και χαλκοπλάστης από την Απολλωνία. Είχε κατασκευάσει ένα αναμνηστικό ανάθημα, που είχε αφιερωθεί… …   Dictionary of Greek

  • Ακομινάτος — Επίθετο που αποδίδεται στους αδελφούς Μιχαήλ και Νικήτα Χωνιάτη. 1. Μιχαήλ Χωνιάτης (Χώνες Φρυγίας 1138; – μονή Προδρόμου Βοδονίτσης Λοκρίδας 1222;). Λόγιος και μητροπολίτης Αθηνών. Μετά τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη διετέλεσε γραμματέας… …   Dictionary of Greek

  • Θερειανός, Διονύσιος — (Κέρκυρα 1834 – Τεργέστη 1897). Φιλόλογος και δημοσιογράφος. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ιόνιο Ακαδημία εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη (1850), όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως εφημέριος της εκεί ελληνικής παροικίας. Τις σπουδές του… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπρινουδάκης, Βασίλειος — (Χίος 1939 –). Αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιστορία, φιλολογία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο οποίο συνέχισε τις σπουδές του ακολουθώντας πανεπιστημιακή καριέρα. Ξεκίνησε ως βοηθός (1964), ανακηρύχθηκε διδάκτωρ (1971),… …   Dictionary of Greek

  • Χέρτερ, Χανς — (Herter, 1899). Γερμανός κλασικός φιλόλογος. Σπούδασε κλασική αρχαιογνωσία στο πανεπιστήμιο της Βόνης. Το 1924 αναγορεύτηκε διδάκτορας με τη διατριβή του De dis Atticis Priapi similibus. Το 1927 εξελέγη υφηγητής με την εργασία του Καλλίμαχος και… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιομάθεια — η η αρχαιογνωσία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”